συμπίπτω

συμπίπτω
συμπίπτω 2 aor. συνέπεσον; pf. συμπέπτωκα LXX (Hom.+; ins, pap, LXX; TestJob 40:12; Test12Patr; JosAs 18:3; Joseph.) ‘fall together’.
to fall together in a heap, fall in, collapse (Trag.; Thu. 8, 41, 2; Diod S 19, 45, 2 houses as a result of a downfall of rain and hail; Jos., Bell. 1, 331 οἶκος; OGI 595, 15; 28; PMagd 9, 3; POxy 75, 27 al. in pap; Sb 5109, 2 [I A.D.] οἰκίας συμπεπτωκυίας) Lk 6:49.
to experience inward breakdown fig. ext. of 1
(1 Macc 6:10 συνπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆς μερίμνης; TestZeb 10:1) collapse fr. fright MPol 12:1.
in OT expression συνέπεσεν τὸ πρόσωπον his countenance fell, has become distorted = he was downcast 1 Cl 4:3, 4 (Gen 4:5 [συνέπεσεν τῷ προσώπῳ], 6; cp. TestJos 7:2; JosAs cod. A 18 [p. 67, 11f and 14 Bat.; also cod. Pal. 364]).—M-M. s.v. συνπίπτω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπίπτω — συμπίπτω, συνέπεσα βλ. πίν. 141 (και ως απρόσ. συμπίπτει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπίπτω — συνέπεσα 1. συνταυτίζομαι: Συμπίπτουν οι απόψεις μας. – Συμπίπτουν οι πολιτικές τους επιδιώξεις. 2. συμπίπτω χρονικά, γίνομαι την ίδια στιγμή: Συνέπεσε τότε και η οικονομική καταστροφή του. 3. απρόσ., συμπίπτει συμβαίνει, τυχαίνει: Συνέπεσε να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπίπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπίπτω και ποιητ. τ. συμπίτνω, Α [πίπτω] 1. εφαρμόζω πλήρως 2. (κατ επέκτ.) συνταυτίζομαι, συμφωνώ (α. «οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν» β. «συμπεσεῑν δὲ τούτοισι καὶ τόνδε τὸν λόγον», Ηρόδ.) 3. συμβαίνω κατά τον ίδιο χρόνο (α.… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • Symptom — For the 1974 horror film, see Symptoms (film). A symptom (from Greek σύμπτωμα, accident, misfortune, that which befalls [1], from συμπίπτω, I befall , from συν together, with + πίπτω, I fall ) is a departure from normal function or feeling which… …   Wikipedia

  • Augment — In der Sprachwissenschaft wird als Augment (lateinisch augmentum, „das Vergrößerte“) ein Präfix bezeichnet, das in einigen indogermanischen Sprachen einem Verb vorangestellt wird, um Zeitformen der Vergangenheit wie das Plusquamperfekt, das… …   Deutsch Wikipedia

  • Symptôme — Un symptôme représente une des manifestations subjectives d une maladie ou d un processus pathologique, tel qu exprimé par le patient. En général, pour une pathologie donnée, les symptômes sont multiples, elle peut même ne pas présenter de… …   Wikipédia en Français

  • ασύμπτωτος — η, ο (AM ἀσύμπτωτος, ον) [συμπίπτω] 1. (στα μαθηματικά, γενικά, για γραμμές, επίπεδα ή σημεία) «ασύμπτωτη ευθεία» ευθεία γραμμή του επιπέδου της καμπύλης, η οποία πλησιάζει ένα τμήμα αυτής χωρίς ποτέ να την τέμνει 2. αυτός που δεν συμπίπτει ή που …   Dictionary of Greek

  • επισυμπίπτω — ἐπισυμπίπτω (Α) 1. αναπηδώ μαζί ξανά 2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.) 3. συμπίπτω …   Dictionary of Greek

  • εφαρμόζω — (ΑΜ ἐφαρμόζω, Α αττ. τ. ἐφαρμόττω, δωρ. τ. ἐφαρμόσδω) 1. προσαρμόζομαι σε κάτι, έχω καλή εφαρμογή, ταιριάζω (α. «πειρήθη δ ἕο αὐτοῡ ἐν ἔντεσι... εἰ οἷ ἐφαρμόσσειε», Ομ. Ιλ. β. «τα σανίδια δεν εφαρμόζουν καλά») 2. θέτω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με… …   Dictionary of Greek

  • καθήκω — (AM, Α ιων. τ. και κατήκω) φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ. β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”